ξεσκόνισμα

ξεσκόνισμα
τό
1) удаление пыли; обметание, сметание пыли; выбивание пыли; чистка; 2) лесть, лакейство, угодничество; 3) ирон. избиение; трёпка (разг )

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "ξεσκόνισμα" в других словарях:

  • ξεσκόνισμα — το [ξεσκονίζω] 1. η αφαίρεση τής σκόνης 2. α) μτφ. (επιτιμητικά) δουλική συμπεριφορά, κολακεία β) ξυλοκόπημα γ) εξέταση ζητήματος σε όλη του την έκταση …   Dictionary of Greek

  • ξεσκόνισμα — το, ατος 1. αφαίρεση της σκόνης, καθάρισμα. 2. μτφ., κολακεία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ξεσκονιστήρι — το 1. δεσμίδα από φτερά για ξεσκόνισμα 2. μτφ. κόλακας. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξεσκονίζω + επίθημα τήρι (πρβλ. σκαλισ τήρι)] …   Dictionary of Greek

  • ξεσκονιστής — ο, θηλ. ίστρα [ξεσκονίζω] 1. αυτός που ξεσκονίζει 2. το θηλ. σκούπα με μακρύ κοντάρι για το ξεσκόνισμα τών τοίχων και τού ταβανιού 3. μτφ. (ιδίως το θηλ.) κόλακας («αυτός είναι μεγάλη ξεσκονίστρα») …   Dictionary of Greek

  • ξεσκονόπανο — το ύφασμα για το ξεσκόνισμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξεσκονίζω + πανί] …   Dictionary of Greek

  • τίναγμα — το, ΝΜΑ [τινάσσω] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού τινάζω νεοελλ. 1. έντονη και γρήγορη ανακίνηση χαλιού, σεντονιού για την αποτίναξη τής σκόνης, ξεσκόνισμα 2. απότομη και βίαιη αναπήδηση, τράνταγμα, κραδασμός («τα τινάγματα και τα απότομα… …   Dictionary of Greek

  • χτυπητήρι — και κτυπητήρι, το, Ν 1. εργαλείο για την ανατάραξη αβγών και άλλων υλικών στη μαγειρική και στη ζαχαροπλαστική 2. εργαλείο για το ξεσκόνισμα χαλιών, κλινοσκεπασμάτων, υφασμάτων 3. ρόπτρο θύρας. [ΕΤΥΜΟΛ. < χτυπώ / κτυπώ + κατάλ. τήρι (πρβλ.… …   Dictionary of Greek

  • ξεσκονιστήρι — το 1. σκούπα με φτερά για ξεσκόνισμα. 2. μτφ., άνθρωπος κόλακας: Είναι ένα ξεσκονιστήρι αυτός …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ξεσκονόπανο — το πανί για ξεσκόνισμα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • τίναγμα — το, ατος 1. κλονισμός, ξετίναγμα, τράνταγμα: Ένιωσα τίναγμα με το σεισμό. 2. ξεσκόνισμα: Τίναγμα του σεντονιού. 3. πήδημα, σαλτάρισμα: Μ ένα τίναγμα έπιασε την μπάλα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»